ειδωλολάτρης

ειδωλολάτρης
1496 εἰδωλολάτρης
{сущ., 7}
идолослужитель, идолопоклонник.
Ссылки: 1Кор. 5:10, 11; 6:9; 10:7; Еф. 5:5; Откр. 21:8; 22:15.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ειδωλολάτρης" в других словарях:

  • εἰδωλολάτρης — idol worshipper masc/fem nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειδωλολάτρης — ο (θηλ. ειδωλολάτρισσα) (Α εἰδωλολάτρης, ο, η, θηλ. και εἰδωλολάτρις Μ εἰδωλολάτρης, θηλ. εἰδωλολάτρισσα) αυτός που λατρεύει τα είδωλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < είδωλον + λάτρης < λάτρον. Η λ. ειδωλολάτρης πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Καινή Διαθήκη… …   Dictionary of Greek

  • ειδωλολάτρης — ο θηλ. ισσα 1. που λατρεύει τα είδωλα, τα ομοιώματα, τους ψεύτικους θεούς. 2. μτφ., που λατρεύει κάποιον υπερβολικά, ο προσωπολάτρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰδωλολάτραι — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem nom/voc pl εἰδωλολάτρᾱͅ , εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολατρῶν — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολάτραις — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολάτρην — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολάτρου — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰδωλολάτρῃ — εἰδωλολάτρης idol worshipper masc/fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

  • εθνικός — ή, ό (AM ἐθνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έθνος («εθνική υπόθεση») 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έθνη 3. (το επίθ. ως ουσ.) ο εθνικός ο ειδωλολάτρης 4. το ουδ. ως ουσ. γραμμ. το εθνικό(ν) παράγωγα ονόματα που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»